ανασκαφή

ανασκαφή
η
το προσεκτικό σκάψιμο του εδάφους για αρχαιολογικούς σκοπούς: Συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ευρώπη άρχισαν μονάχα από το 18ο αιώνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανασκαφή — Όρος στην αρχαιολογία που δηλώνει το σύνολο των εργασιών που κρίνονται απαραίτητες για να έρθουν στο φως αρχαία μνημεία, ναοί, θέατρα, νεκροπόλεις, κατοικίες κλπ., που έχουν εντελώς ή κατά ένα μέρος σκεπαστεί από το χώμα. Οι πρώτες α. έγιναν την… …   Dictionary of Greek

  • ἀνασκαφῇ — ἀνασκάπτω dig up aor subj pass 3rd sg ἀνασκαφή digging up fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασκαφῆι — ἀνασκαφῇ , ἀνασκάπτω dig up aor subj pass 3rd sg ἀνασκαφῇ , ἀνασκαφή digging up fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασκαφαί — ἀνασκαφή digging up fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασκαφῆς — ἀνασκαφή digging up fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασκαφήν — ἀνασκαφή digging up fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Telendos — (Τέλενδος) Telendos Gewässer Mittelmeer Inselgruppe …   Deutsch Wikipedia

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αρχανών — Στον κάμπο που βρίσκεται νότια της Kνωσού, πάνω από τον οποίο δεσπόζει το βουνό Γιούχτας, βρίσκεται μια από τις πιο πλούσιες αρχαιολογικά περιοχές της Kρήτης. Tόσο το μινωικό ανάκτορο, του οποίου η ανασκαφή συνεχίζεται στο κέντρο του σημερινού… …   Dictionary of Greek

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”